- βοώ
- (Ι) (-άω) (AM βοῶ, -άω)1. κραυγάζω, φωνάζω2. (για πράγμα) σχεδόν βγάζω φωνή, είμαι ολοφάνερος3. φρ. «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» — για συμβουλές που δεν λαμβάνονται καθόλου υπ' όψιννεοελλ.φρ. «ἐν τῇ παλάμη καὶ οὕτω βοήσομεν» — αν δεν καταβληθεί προκαταβολικά η αμοιβή, δεν γίνεται η εξυπηρέτησηαρχ.1. ηχώ, βουίζω, βροντώ2. επικαλούμαι κάποιον μεγαλόφωνα3. διαφημίζω, επαινώ4. διατάζω κάποιον με δυνατή φωνή να κάνει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βοή.ΣΥΝΘ. αναβοώ, αντιβοώαρχ.ανταναβοώ, αντεμβοώ, αποβοώ, αντοβοώ, διαβοώ, εκβοώ, εμβοώ, επαναβοώ, επεκβοώ, επεμβοώ, επιβοώ, καταβοώ, καρηβοώ, παραβοώ, περιβοώ, προαναβοώ, προβοώ, προσβοώ, προσεκβοώ, προσεπιβοώ, συμβοώ, συναναβοώ, συνεκβοώ, υπερβοώ].————————(ΙΙ) βοῶ (-όω) (Μ) [βους]μεταμορφώνω σε βόδι.
Dictionary of Greek. 2013.